ἀγαθός, ἀγαθή, ἀγαθόν good ἄν (particle) used in some conditional sentences ἄξιος, ἀξία, ἄξιον worthy, worth (+ gen.) ἀνάξιος, ἀνάξιον unworthy (+ gen.) ἀρχή, ἀρχῆς, ἡ beginning; rule, empire γέφυρα, γεφύρας, ἡ bridge διδάσκω, διδάξω, ἐδίδαξα, δεδίδαχα, δεδίδαγμαι, ἐδιδάχθην teach δίκη, δίκης, ἡ justice; lawsuit ἄδικος, ἄδικον unjust δίκαιος, δικαία, δίκαιον just ἐθέλω, ἐθελήσω, ἠθέλησα, ἠθέληκα, —, — be willing, wish εἰ (particle) if ἐάν (particle) if ἡμέρα, ἡμέρας, ἡ day θάλαττα, θαλάττας, ἡ sea θάπτω, θάψω, ἕθαψα, —, τέθαμμαι, ἐτάφην bury καίτοι and further, and yet κακός, κακή, κακόν bad, evil καλός, καλή, καλόν beautiful, noble, good μετά (prep.) + gen. with μετά (prep.) + acc. after μοῖρα, μοίρας, ἡ fate μοῦσα, μούσης, ἡ muse νεανίας, νεανίου, ὁ young man ὅπλον, ὅπλου, τό tool; (pl.) weapons πάλαι (adv.) long ago ποιητής, ποιητοῦ, ὁ poet, author πολίτης, πολίτου, ὁ citizen στρατιώτης, στρατιώτου, ὁ soldier σύν (prep.) + dat. with τάττω, τάξω, ἔταξα, τέταχα, τέταγμαι, ἐτάχθην draw up in order, station, appoint φίλος, φίλη, φίλον dear, beloved, one's own ἄγω, ἄξω, ἤγανον, ἦχα, ἦγμαι, ἤκθην lead ἄλυπος, ἄλυπον without pain βίος, βίου, ὁ life, means of living βλάβη, βλάβης, ἡ harm γάμος, γάμου, ὁ marriage, wedding γνώμη, γνώμης, ἡ opinion, judgement ἡδονή, ἡδονῆς, ἡ pleasure καρπός, καρποῦ, ὁ fruit λύπη, λύπης, ἡ pain, grief νόσος, νόσου, ἡ sickness παράκαιπρος, παράκαιρον ill-timed σεμνός, σεμνή, σεμνόν august, majestic, honourable τίκτω, τέξομαι, ἔτεκον, τέτοκα, —, — bear, give birth to τρόπος, τρόπου, ὁ way, manner, character φέρω, οἴσω, ἤνεγκα/ἤνεκον, ἐνήνοχα, ἐνήνεγμαι, ἠνέχθην bring, bear, carry; (mid.) win χωρίς (prep.) + gen. without